Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαθημένα τα

  • 1 βουνό(ν)

    τό
    1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;

    έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;

    § παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;

    μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;

    βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;

    τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βουνό(ν)

  • 2 βουνό(ν)

    τό
    1) гора; 2) гористая местность; 3) куча, груда, гора, масса; 4) трен, нечто большое, чрезмерное; нечто трудное, непреодолимое; βουνό τού φάνηκε η δουλιά работа казалась ему очень трудной, невыполнимой; μην τα παίρνεις βουνά! не берись за непосильное дело!;

    έχει βουνό(ν) τύχη — ему всегда везёт, он счастливчик;

    § παίρνω τα βουνα — б) бежать, куда глаза глядят; — б) уйти в горы, уйти в партизаны;

    μαθημένα τα βουνά από (τα) χιόνια — я достаточно повидал в своей жизни; — я знаЪ, почём фунт лиха;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκε — он совсем неотёсанный, деревенщина;

    απ' το βουνό(ν) κατέβηκες; — ты что, с луны свалился?;

    βουνό(ν) με βουνό(ν) μονάχα δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся;

    τό βουνό(ν) κοιλοπονοδσε κ' ένα ποντικό γεννοδσε — погов. гора родили мышь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βουνό(ν)

  • 3 μαθημένος

    η, ο приученный, привыкший; испытавший (трудности и т. п.);

    § μαθημένα τα βουνά απ' τα χιόνια — погов. не первый снег на голову; — горы снега не боятся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαθημένος

См. также в других словарях:

  • βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή …   Dictionary of Greek

  • χιόνι — το 1. νερό σε στερεή κατάσταση που σχηματίζεται στα σύννεφα και πέφτει στη γη: Πέφτει χιόνι. 2. πράγμα ψυχρό: Του έπιασα τα πόδια και είναι χιόνι. 3. πράγμα κατάλευκο: Έπλυνε τα πουκάμισα και τα καμε χιόνι. 4. φρ., «Eίναι μαθημένα τα βουνά από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»